τριμορφισμός

τριμορφισμός
ο, Ν
το φαινόμενο τής τριμορφίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trimorphism < τρίμορφος + κατάλ. -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”